- φωταγωγικό
- το(εκκλησ.), τροπάριο που διαβάζεται και ψέλνεται στο τέλος της ακολουθίας του όρθρου και λίγο πριν από τους αίνους τη Σαρακοστή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωταγωγικός — ή, ό / φωταγωγικός, ή, όν, ΝΜ [φωταγωγός] το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταγωγικό(ν) (ενν. τροπάριο) (λειτ.) καθένα από τα συγγενή με τα εξαποστειλάρια μεμονωμένα οκτώ τροπάρια, ένα για κάθε ήχο τής βυζαντινής μουσικής, τα οποία δεν ψάλλονται αλλά… … Dictionary of Greek
φωταγωγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωταγώγηση (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., φωταγωγικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)